συναπολαύω

συναπολαύω
Α [ἀπολαύω]
1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.)
2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον
3. (απλώς) μετέχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • συναπονίναμαι — Α συναπολαύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπονίναμαι «απολαμβάνω κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • συναπόλαυσις — αύσεως, ἡ, Α [συναπολαύω] η από κοινού ή η επί πλέον απόλαυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”